μεσεμβολώ

μεσεμβολώ
μεσεμβολῶ, -έω (Α) [μεσέμβολος]
1. (αριθμτ.) παρεμβάλλω απλούς μαθηματικούς όρους μέσα σε μια σειρά
2. αστρολ. παρεμβάλλω την επήρεια πλανήτη
3. χωρίζω στη μέση («θάλασσα μεσεμβολεῑ τοὺς Αιθίοπας», Στράβ.)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεσεμβόλημα — μεσεμβόλημα, ατος, τὸ (Α) [μεσεμβολώ] 1. η απόσταση ή το διάστημα μεταξύ δύο ζωδιακών σημείων 2. παρένθεση, παρεμβολή …   Dictionary of Greek

  • μεσεμβόλησις — μεσεμβόλησις, ἡ (Α) [μεσεμβολώ] αστρολ. παρέμβαση, παρεμβολή ή μεσολάβηση τής πλανητικής επήρειας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”